καταφέρνω
Προφορά
Ετυμολογία
καταφέρνω μεσαιωνική ελληνική καταφέρνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ καταφέρνω
✦ κατορθώνω, πετυχαίνω: τα κατάφερε να διοριστεί
✦ πείθω: καταφέρανε τη γριά να τους γράψει το σπίτι
✦ χτυπώ: του κατάφερε μια στο κεφάλι
✦ κατανικώ: τον καταφέρνει στο πάλεμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–