καταφορά


καταφορά
Προφορά

Ετυμολογία
καταφορά αρχαία ελληνική καταφορά

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καταφορά

(μτφ. ) πλήγμα, χτύπημα: χρειαζόταν ψυχικό σθένος για ν’ αντέξεις στην καταφορά της αδικίας (Άγγ. Τερζάκης)
✦ εχθρική εκδήλωση με λόγια ή πράξεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.