κατατόπι
Προφορά
Ετυμολογία
κατατόπι μεσαιωνική ελληνική κατατόπιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κατατόπι
✦ εύχρ. συν. στον πληθ. κατατόπια, οι λεπτομέρειες μιας τοποθεσίας ή ενός χώρου, κ. ιδ. τα απόκεντρα σημεία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–