κατεπείγων
Προφορά
Ετυμολογία
κατεπείγων μτχ. ενεστ. του ρήματος κατεπείγω
Ερμηνεία
κατεπείγων
✦ -ουσα, -ον μτχ. ως επίθ. πολύ βιαστικός (που πρέπει να φτάσει πολύ γρήγορα στον προορισμό του): κατεπείγουσα διαταγή – κατεπείγον τηλεγράφημα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
κατεπειγόντως