καταστρατηγώ
Προφορά
Ετυμολογία
καταστρατηγώ μεταγενέστερη ελληνική καταστρατηγέω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ καταστρατηγώ -είς, -εί
✦ παραβιάζω νόμο με τεχνάσματα: καταστρατηγούνται οι διατάξεις του συντάγματος
✦ (μτφ. ) καταδολιεύομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–