κατεύθυνση
Προφορά
Ετυμολογία
κατεύθυνση κατευθύνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κατεύθυνση
✦ η φορά, η διεύθυνση της κινήσεως ή το σημείο προς το οποίο διευθύνεται κίνηση ή ενέργεια
✦ (μτφ. ) επιδιωκόμενος σκοπός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–