κατατρυπώ


κατατρυπώ
Προφορά

Ετυμολογία
κατατρυπώ μεταγενέστερη ελληνική κατατρυπάω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα κατατρυπώ -άς, -ά

✦ ανοίγω πολλές τρύπες
✦ κατατρυπιέμαι, τρυπιέμαι σε πολλά σημεία: όλο του το κορμί είναι κατατρυπημένο από τις ενέσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.