καταχράστρια


καταχράστρια
Προφορά

Ετυμολογία
καταχράστρια κατεχράσθην, νεότ. αόρ. του αρχαίου ελληνικού ρ. καταχρῶμαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καταχράστρια

✦ θηλ. καταχράστρια πρόσωπο που σφετερίζεται ξένα χρήματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.