καταψυγμένος


καταψυγμένος
Προφορά

Ετυμολογία
καταψυγμένος αρχαία ελληνική κατεψυγμένος, μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος καταψύχω

Ερμηνεία
καταψυγμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ κατεψυγμένος, -η, -ον) παγωμένος από μεγάλη ψύξη
✦ χαρακτηρισμός τροφών που διατηρούνται επί μεγάλο χρονικό διάστημα σε καλή κατάσταση με τη μέθοδο της καταψύξεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.