κάτεργο


κάτεργο
Προφορά

Ετυμολογία
κάτεργο μεταγενέστερη ελληνική κάτεργον, └ουδ┘ του επιθέτου κάτεργος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κάτεργο

✦ πολεμικό ιστιοφόρο: κάτεργο περνά χρυσοπαλαμισμένο (δημ. τραγ.)
✦ παλιό σκάφος, αραγμένο, που χρησίμευε, άλλοτε, ως φυλακή
✦ τα κάτεργα ως ουσ., βαριά ποινή κάθειρξης με καταναγκαστικά έργα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.