κατεργαριά


κατεργαριά
Προφορά

Ετυμολογία
κατεργαριά κατεργάρης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κατεργαριά

✦ δολιότητα
✦ απάτη, δόλος: έχουν ροπή στο ψέμα, στην κλοπή, στην κατεργαριά (Κ. Βάρναλης)
✦ τέχνασμα, πονηριά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.