καταχρηστικός


καταχρηστικός
Προφορά

Ετυμολογία
καταχρηστικός μεταγενέστερη ελληνική καταχρηστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ καταχρηστικός -ή, -ό

✦ που ενέχει υπερβολή ή εξαίρεση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
καταχρηστικά (Κ καταχρηστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.