κατεβαίνω
Προφορά
Ετυμολογία
κατεβαίνω κατέβην, αόρ. του αρχαίου ελληνικού καταβαίνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κατεβαίνω
✦ μετακινούμαι προς τα κάτω, βαίνω από ψηλότερο σημείο σε χαμηλότερο
✦ ελαττώνομαι: κατέβηκε η θερμοκρασία
✦ μετακινούμαι από βορρά προς νότο ή από τα μεσόγεια στα παράλια: θα κατεβούμε στο λιμάνι για να πάρουμε το πλοίο – οι Γερμανοί κατέβαιναν στην Ελλάδα τρανοί (Γ. Θεοτοκάς)
✦ βγαίνω στον αγωνιστικό χώρο για να αγωνιστώ: οι ομάδες κατέβηκαν χωρίς αλλαγές στη σύνθεσή τους
✦ είμαι υποψήφιος σε εκλογές: κατέβηκε με το νεοσύστατο κόμμα και κατάφερε να εκλεγεί βουλευτής
✦ φρ. κατεβαίνω σε απεργία, απεργώ
✦ φρ. μου κατέβηκε να.., του ήρθε η ιδέα, πήρε την απόφαση: πώς του κατέβηκε να πάρει μια γυναίκα σαν κι αυτή; (Μ. Καραγάτσης)
✦ φρ. κάνει-λέγει ό,τι του κατεβαίνει, ενεργεί ή ομιλεί ασυλλόγιστα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανεβαίνω
Επιρρήματα
–