κατεστημένο
Προφορά
Ετυμολογία
κατεστημένο μτχ. παθ. πρκμ. του καθίσταμαι• απόδοση στα ελληνικά του └αγγλ┘όρου establishment
Ερμηνεία
κατεστημένο
✦ ως ουσ. η ισχύουσα τάξη, το πολιτειακό ή κοινωνικό σύστημα
✦ ομάδα ισχυρών προσώπων που επηρεάζουν ή ελέγχουν την πολιτική, την οικονομία κτλ. και, συν., υποστηρίζουν το παραδοσιακά αποδεκτό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–