κατατρεγμός
Προφορά
Ετυμολογία
κατατρεγμός κατατρέχω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κατατρεγμός
✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κατατρέχω, δίωξη: υπέφερε ένα σωρό κατατρεγμούς – οι κατατρεγμοί της τύχης
Συνώνυμα
καταφορά
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–