κατατομή
Προφορά
Ετυμολογία
κατατομή αρχαία ελληνική κατατομή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κατατομή
✦ κατακόρυφη τομή σε σχέδιο οικοδομήματος, μηχανής κτλ. για να φανεί η διάταξη των εσωτερικών μερών του
✦ η πλάγια όψη προσώπου ή πράγματος, το προφίλ: σ’ εσένα… που ο άνεμος σμιλεύει στοχαστικά την κατατομή σου (Τ. Βαρβιτσιώτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–