κατεσπευσμένος
Προφορά
Ετυμολογία
κατεσπευσμένος μεταγενέστερη ελληνική κατεσπευσμένος, μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος κατα-σπεύδω
Ερμηνεία
κατεσπευσμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) πολύ βιαστικός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
κατεσπευσμένα κ.κατεσπευσμένως