κατάχρηση
Προφορά
Ετυμολογία
κατάχρηση μεταγενέστερη ελληνική κατάχρησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κατάχρηση
✦ υπέρμετρη χρήση: κατάχρηση εξουσίας
✦ ασωτεία, έλλειψη εγκράτειας, ακολασία: οι καταχρήσεις μ’ έφθειραν, μ’ εσκότωσαν (Κ. Καβάφης)
✦ σφετερισμός ξένων χρημάτων: απολύθηκε, άλλοτε, από το στρατό για κάποιαν οικονομική κατάχρηση (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–