καταχρεώνω


καταχρεώνω
Προφορά

Ετυμολογία
καταχρεώνω κατάχρεος

Ερμηνεία
ρήμα καταχρεώνω

✦ επιβαρύνω κάποιον με πολλά χρέη: με όλες αυτές τις εσφαλμένες ενέργειες καταχρέωσε την επιχείρησή του
✦ (παθ.) καταχρεώνομαι, φορτώνομαι με πολλά χρέη: καταχρεώθηκε για ν’ αποτελειώσει το σπίτι του – επιχείρηση καταχρεωμένη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.