κατατονία
Προφορά
Ετυμολογία
κατατονία κατατονώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κατατονία
✦ (ιατρ.) ψυχοκινητικό σύνδρομο χαρακτηριστικό της σχιζοφρενίας κατά το οποίο το σώμα καθηλώνεται σε διάφορες στάσεις και συνοδεύεται συνήθως από αδράνεια και αρνητισμό
✦ η λ. κ. μτφ. για να χαρακτηρίσει μιαν κατάσταση αδράνειας, στασιμότητας: η οικονομία μας βρίσκεται στα έσχατα όρια της αδυναμίας, της αναιμίας και της κατατονίας (Μ. Πλωρίτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–