καταχορταίνω


καταχορταίνω
Προφορά

Ετυμολογία
καταχορταίνω κατά + χορταίνω

Ερμηνεία
ρήμα καταχορταίνω

✦ (μτβ.) κάνω κάποιον να χορτάσει εντελώς: το καταχόρτασες το παιδί, μην το ταΐζεις άλλο
✦ (αμτβ.) χορταίνω εντελώς: καταχόρτασα με τόσα φαγητά στο τραπέζι
(μτφ. ) μπουχτίζω, βαριέμαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.