κατάτμηση


κατάτμηση
Προφορά

Ετυμολογία
κατάτμηση κατατέμνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κατάτμηση

✦ διαμερισμός, κατακερματισμός
(βιολ.) οι αλλεπάλληλες κυτταρικές διαιρέσεις που υφίσταται το γονιμοποιημένο ωάριο κατά τη διάρκεια της αναπτύξεώς του σε έμβρυο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.