κατατοπίζω


κατατοπίζω
Προφορά

Ετυμολογία
κατατοπίζω κατά + τόπος

Ερμηνεία
ρήμα κατατοπίζω

✦ δείχνω τα κατατόπια, προσανατολίζω: με κατατόπισε καλά και βρήκα εύκολα το κτίριο – δε μπορούσα ακόμη να κατατοπιστώ, να καταλάβω καλά καλά πού βρίσκομαι (Γ. Μπεράτης)
(μτφ. ) καθοδηγώ σχετικά με τις λεπτομέρειες ενός θέματος, διαφωτίζω: μέχρι να κατατοπιστεί ο νέος υπουργός για το θέμα των ενοικίων, τον αλλάξανε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.