καταχαρούμενος


καταχαρούμενος
Προφορά

Ετυμολογία
καταχαρούμενος μτχ. ενεστ. του καταχαίρομαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ καταχαρούμενος -η, -ο

✦ γεμάτος χαρά, περιχαρής

Συνώνυμα

Αντίθετα
καταλυπημένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.