κατέρχομαι
Προφορά
Ετυμολογία
κατέρχομαι αρχαία ελληνική κατέρχομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κατέρχομαι
✦ κινούμαι από ψηλότερο σημείο σε χαμηλότερο, από τα βόρεια προς τα νότια ή από τα μεσόγεια προς τη θάλασσα
✦ μειώνομαι, λιγοστεύω
✦ (οικον.) υποτιμώμαι
✦ (μτφ. ) κάνω κάτι που μειώνει την υπόληψη ή την αξιοπρέπειά μου
Συνώνυμα
κατεβαίνω
Αντίθετα
ανέρχομαι, ανεβαίνω
Επιρρήματα
–