καταχιόνιστος


καταχιόνιστος
Προφορά

Ετυμολογία
καταχιόνιστος καταχιονίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ καταχιόνιστος -η, -ο

✦ ο σκεπασμένος με χιόνι: καταχιόνιστα βουνά
(μτφ. ) ολόλευκος σαν το χιόνι: τα λυπημένα μάτια… ανάμεσα στα καταχιόνιστα μαλλιά (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.