ωρολογοποιός


ωρολογοποιός
Προφορά

Ετυμολογία
ωρολογοποιός ωρολόγιον + ποιώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ωρολογοποιός

✦ ο κατασκευαστής ή επιδιορθωτής ρολογιών, ρολογάς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.