ωσμωτικός
Προφορά
Ετυμολογία
ωσμωτικός ώσμωση
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ωσμωτικός -ή, -ό
✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ώσμωση
✦ ωσμωτική πίεση, η διαφορά πίεσης ανάμεσα σε δύο διαλύματα διαφορετικών συγκεντρώσεων, που χωρίζονται με επιλεκτικώς ημιπερατή μεμβράνη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–