ωραίος
Προφορά
Ετυμολογία
ωραίος αρχαία ελληνική ὡραῖος (= στην ώρα του)
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ωραίος -α, -ο
✦ που θέλγει, ευχαριστεί τις αισθήσεις και την ψυχή: και πάντα να ‘σαι ορθός και πάντα να ‘σαι ωραίος (Κ. Καρυωτάκης)
✦ ευχάριστος, απολαυστικός: ωραίο ταξίδι – ωραία παρέα – ωραίος καιρός
✦ αυτός που προκαλεί το θαυμασμό ή το ενδιαφέρον: ωραίο βιβλίο – ωραία βιβλιοδεσία
✦ εξαιρετικά επιτυχημένος, ιδ. ο θεαματικός: η εθνική μας ομάδα έπαιξε ωραίο μπάσκετ – ωραίος αγώνας ποδοσφαίρου
✦ (για λόγο) κομψός, γλαφυρός: ωραίος λόγος – ωραίες εκφράσεις· (μτφ. ) απατηλός: παρασύρθηκε από τα ωραία λόγια και τον πίστεψε
✦ ουδ. το ωραίο(ν) ως ουσ., η βασική ιδιότητα των έργων τέχνης να προκαλούν αισθητική απόλαυση
Συνώνυμα
έμορφος, όμορφος, ευειδής
Αντίθετα
άσχημος, δύσμορφος, δυσειδής
Επιρρήματα
ωραία, περίφημα, εύστοχα: φρ.ωραία τα κατάφερες – τα είπες