φόρα
Προφορά
Ετυμολογία
φόρα αρχαία ελληνική φορά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φόρα
✦ ορμή, φορά, δύναμη: φυσάει τ’ αεράκι μ’ ανάλαφρη φόρα (Λ. Μαβίλης)
✦ (ειδ.) η προπαρασκευαστική κίνηση αθλητών για άλματα, ή ρίψεις: πόσο μεγάλη ήταν η φόρα, πόσο το πήδημα μικρό (Κ. Ουράνης)
✦ (ως επίρρ.) (λατιν. forum) φρ. βγάζω στη φόρα, φανερώνω κάτι κρυφό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–