φοιτώ


φοιτώ
Προφορά

Ετυμολογία
φοιτώ αρχαία ελληνική φοιτῶ (= συχνάζω)

Ερμηνεία
ρήμα φοιτώ -άς, -ά

✦ σπουδάζω, είμαι φοιτητής ή σπουδαστής σε ανώτατη ή ανώτερη σχολή
✦ παρακολουθώ μαθήματα σε σχολή: φοίτησε στο ωδείο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.