φόκο Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply φόκοΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/φόκο.mp3Ετυμολογίαφόκο └ιταλ┘fuoco Ερμηνείαουσιαστικό└ουδέτερο┘ το φόκο ✦ φωτιά· εύχρ. μόνο στις φρ. έβαλε φόκο, πυρπόλησε – πήρε φόκο, άναψε Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–