φόκο


φόκο
Προφορά

Ετυμολογία
φόκο └ιταλ┘fuoco

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το φόκο

✦ φωτιά· εύχρ. μόνο στις φρ. έβαλε φόκο, πυρπόλησε – πήρε φόκο, άναψε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.