φάρυγγας


φάρυγγας
Προφορά

Ετυμολογία
φάρυγγας αρχαία ελληνική φάρυγξ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φάρυγγας

✦ κοιλότητα του λαιμού που συνδέει τη στοματική και τις ρινικές κοιλότητες με τον οισοφάγο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.