φαρμακούσα


φαρμακούσα
Προφορά

Ετυμολογία
φαρμακούσα φαρμάκι

Ερμηνεία
φαρμακούσα

✦ επίθ. αυτή που πικραίνει, που στενοχωρεί, που προκαλεί οδύνες: ήτανε – π’ ανάθεμα τη φαρμακούσα ζήση! – η μοίρα της πολιτείας η ίδια σαν του καραβιού (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.