τρυγόνα
Προφορά
Ετυμολογία
τρυγόνα τρυγόνι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τρυγόνα
✦ το θηλυκό τρυγόνι: στον ύπνο της μουρμούριζε την κλάψα της τρυγόνας (Διον. Σολωμός) – κι εκεί… πο ‘χει ο λαιμός χαράκι, σαν η τρυγόνα κι ως η περιστέρα (Άγγ. Σικελιανός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–