τρύγος


τρύγος
Προφορά

Ετυμολογία
τρύγος μεταγενέστερη ελληνική ὁ τρύγος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τρύγος

✦ το μάζεμα ώριμων καρπών και ιδ. η εποχή της συγκομιδής των σταφυλιών: κάποιες κοπέλες ξένοιαστες γυρνώντας απ’ τον τρύγο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.