τροχιοδρομικός
Προφορά
Ετυμολογία
τροχιοδρομικός τροχιοδρόμος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τροχιοδρομικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με τον τροχιόδρομο και την κίνησή του
✦ (ως ουσ.) υπάλληλος ή εργάτης τροχιοδρόμου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
τροχιοδρομικά (Κ τροχιοδρομικώς)