τροχός
Προφορά
Ετυμολογία
τροχός αρχαία ελληνική τροχός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο τροχός
✦ όργανο κυκλικού σχήματος που περιστρέφεται γύρω από τον άξονά του, και χρησιμεύει για τη μετάδοση κινήσεως, η ρόδα
✦ καθετί που έχει όμοιο σχήμα
✦ οδοντιατρικό εργαλείο για τη λείανση των δοντιών
✦ μεσαιωνικό όργανο βασανισμού
✦ φρ. ο πέμπτος ή ο τελευταίος τροχός της αμάξης, άνθρωπος που ελάχιστα προσφέρει σε μιαν υπόθεση – θα γυρίσει ο τροχός, θα αλλάξει η τύχη προς το καλύτερο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–