τορνάρισμα


τορνάρισμα
Προφορά

Ετυμολογία
τορνάρισμα τορνάρω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τορνάρισμα

✦ επεξεργασία ξύλων, μετάλλων κτλ. με τόρνο, τόρνευση
(μτφ. ) διαμόρφωση, διάπλαση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.