τόπος
Προφορά
Ετυμολογία
τόπος αρχαία ελληνική τόπος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο τόπος
✦ έκταση γης
✦ χώρα, πόλη, πατρίδα
✦ χώρος
✦ θέση
✦ φρ. κοινός τόπος, κοινοτοπία, ασημαντολογία
✦ φρ. αφήνω στον τόπο, επιφέρω άμεσο θάνατο – αφήνω στον τόπο μου, ορίζω αντικαταστάτη μου – δίνω τόπο στην οργή, συγκρατώ την οργή μου – πιάνω τόπο, χρησιμεύω, αποφέρω όφελος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–