τοσουλάκης
Προφορά
Ετυμολογία
τοσουλάκης υποκορ. του τοσούλης
Ερμηνεία
τοσουλάκης
✦ -άκι επίθ. (χωρίς θηλ.) τόσο πολύ μικρός
✦ ουδ. το τοσουλάκι ως ουσ., ελάχιστη ποσότητα
✦ φρ. το τοσουλάκι το κάνει τόσο, μεγαλοποιεί τα πράγματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–