τορβάς
Προφορά
Ετυμολογία
τορβάς └τουρκ┘torba
Ερμηνεία
τορβάς
✦ είδος σάκου που κρεμιέται με λουρί από τον ώμο: ο καλόγερος έσυρε απ’ τον ντορβά του ένα καρβέλι (Π. Πρεβελάκης)
✦ μικρός σάκος που δένεται στο λαιμό ζώου και περιέχει ζωοτροφή
✦ φρ. βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, διακινδυνεύω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–