τοποτηρητεία


τοποτηρητεία
Προφορά

Ετυμολογία
τοποτηρητεία μεταγενέστερη ελληνική τοποτηρῶ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τοποτηρητεία

✦ η άσκηση των καθηκόντων, η εξουσία του τοποτηρητή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.