ταμ ταμ
Προφορά
Ετυμολογία
ταμ ταμ tam tam, λ. της ινδουιστικής γλώσσας (= γλώσσα του εμπορίου στην Ινδία, πριν από το 1947)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το ταμ ταμ
✦ είδος κινεζικού γκονγκ από σφυρηλατημένο μπρούντζο
✦ είδος ξύλινου τυμπάνου που χρησιμοποιείται στην Αφρική ως μουσικό όργανο και για τη μετάδοση των μηνυμάτων
✦ (συνεκδ.) ο ήχος που παράγεται από την κρούση αυτού του οργάνου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–