τακτικισμός
Προφορά
Ετυμολογία
τακτικισμός τακτική + κατάλ. -ισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο τακτικισμός
✦ στην πολιτική, η λ. για να χαρακτηρίσει συν. αρνητικά τη χρήση τακτικής, τη μεθοδική χρησιμοποίηση μέσων για την επίτευξη ενός μεμονωμένου σκοπού, χωρίς οι ενέργειες αυτές να αποτελούν στοιχεία ενός γενικότερου και ολοκληρωμένου πολιτικού σχεδιασμού: ένα δεύτερο σοβαρό κατάλοιπο του παρελθόντος που αναβίωσε στη νέα κυβερνητική περίοδο είναι ο τακτικισμός. Η τακτική ως η μόνη πολιτική (Ελευθεροτυπία)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–