τάμα
Προφορά
Ετυμολογία
τάμα μεσαιωνική ελληνική τάμμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τάμα
✦ υπόσχεση αφιερώσεως στο Θεό ή σε άγιο σε ανταπόδοση ζητούμενης χάρης, τάξιμο: κάνει τάματα μεγάλα (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (συνεκδ.) ανάθημα, αφιέρωμα: προσκυνούσανε την ασημένια εικόνα τ’ Αϊ-Γιώργη κι αφήνανε τάματα για να τους γιατρέψει κάποια κακιά τους αρρώστια και να τους κρατάει γερούς στα μακρινά ταξίδια τους (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–