ταλάντευση


ταλάντευση
Προφορά

Ετυμολογία
ταλάντευση μεσαιωνική ελληνική ταλάντευσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ταλάντευση

✦ λίκνισμα, ρυθμική κίνηση πέρα δώθε
(μτφ. ) δισταγμός, αμφίρροπη στάση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.