τακτοποιώ
Προφορά
Ετυμολογία
τακτοποιώ τακτός + ποιώ
Ερμηνεία
τακτοποιώ
✦ -είς, -εί κ. ταχτοποιώ ρ. (τακτοποί-ησα, -ήθηκα, -ημένος) βάζω σε τάξη ή στην κατάλληλη θέση πράγματα: τακτοποίησε το γραφείο σου
✦ τοποθετώ πρόσωπα ή πράγματα στην αρμόζουσα θέση
✦ (συνεκδ.) ρυθμίζω, διακανονίζω: τακτοποίησε τις υποθέσεις του
✦ (μτφ. ) εξοφλώ: τακτοποίησα το λογαριασμό
✦ (μέσ.) εγκαθίσταμαι κάπου
✦ αποκαθίσταμαι επαγγελματικά, κοινωνικά κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–