ρόλος


ρόλος
Προφορά

Ετυμολογία
ρόλος └γαλλ┘ rôle

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ρόλος

✦ κύλινδρος τυλιγμένου χαρτιού ιδ. τυπογραφικού
✦ πρόσωπο θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου που υποδύεται ο ηθοποιός
(μτφ. ) η συμβολή σε κάποιο έργο, στη διαμόρφωση μιας καταστάσεως, η συμμετοχή σε κάποια ενέργεια: ο ρόλος του υπήρξε αποφασιστικός στις μετέπειτα εξελίξεις
✦ φρ. δεν παίζει ρόλο, δεν έχει σημασία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.