ρολόι
Προφορά
Ετυμολογία
ρολόι μεταγενέστερη ελληνική ὡρολόγιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ρολόι
✦ όργανο για τη μέτρηση του χρόνου: φρ. η δουλειά πάει ρολόι, προχωρεί με κανονικό ρυθμό
✦ συσκευή που μετρά την κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος, νερού κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–